Της Αναστασίας Σπύρτου

 

Η αντίσταση των παθογόνων μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά αποτελούσε, ανέκαθεν, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης και της δημόσιας υγείας, γενικότερα. Η χρήση αντιβιοτικών και αντιμυκητιακών φαρμάκων μπορεί, από τη μια, να σώζει ζωές, από την άλλη, όμως, συνεισφέρει στο χτίσιμο ενός τοίχους ανθεκτικότητας των συγκεκριμένων μικροοργανισμών.

Μετά την ανοδική τάση, που παρατηρήθηκε τόσο στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, όσο και στους θανάτους, κατά την περίοδο της πανδημίας, εξ’ αιτίας αυτής ακριβώς της αυξημένης αντίστασης, ο προβληματισμός των επαγγελματιών της καθαριότητας για το αν οι παθογόνοι μικροοργανισμοί αντιστέκονται στα χημικά απολυμαντικά είναι πιο έντονος από ποτέ. Ωστόσο, προκαλείται και μεγάλη σύγχυση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, λόγω της ύπαρξης δύο τύπων αντίστασης:

  • Έμφυτη αντίσταση: οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ποικίλουν πολύ σε σχέση με την αντίσταση ή την ευαισθησία τους απέναντι στα αντιμικροβιακά
  •  και τα απολυμαντικά φάρμακα (πόσο εύκολα εξουδετερώνονται , δηλαδή, από αυτά). Αυτή τους η ιδιότητα ούτε αποκτάται αλλά ούτε και αλλάζει με τον καιρό.
  • Επίκτητη αντίσταση: εμφανίζεται σε περιπτώσεις όπου οι παθογόνοι μικροοργανισμοί, όπως βακτήρια και μύκητες, αναπτύσσουν την ικανότητα να νικούν τα φάρμακα, που φτιάχτηκαν για να τα εξολοθρεύουν. Αυτό, συχνά, οφείλεται στην επιλεκτική πίεση, που ασκείται, όταν τα αντιμικροβιακά, που χρησιμοποιούνται, αποτυγχάνουν να εξολοθρεύσουν το σύνολο του πληθυσμού των μικροβίων, διότι κάποια από αυτά διαθέτουν φυσική ανοσία. Επομένως, αυτά επιβιώνουν και πολλαπλασιάζονται.

Έτσι, λοιπόν, στο ερώτημα αν οι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορούν να αποκτήσουν αντίσταση στα απολυμαντικά, η απλή απάντηση είναι ναι! Παρ’ όλα αυτά, τα βακτήρια είναι ικανά στο να αναπτύσσουν αντίσταση μόνο σε συγκεκριμένους τύπους απολυμαντικών αν κι εφόσον η συγκέντρωση του ενεργού συστατικού είναι πολύ χαμηλή για να είναι αποτελεσματική. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε εξαιτίας της χρήσης μη ελεγμένων ή αραιωμένων προϊόντων, είτε ενός ανθρώπινου λάθους κατά τη διαδικασία μίξης ή αποθήκευσης, είτε όταν οι οδηγίες που αναγράφονται στην ετικέτα του προϊόντος δεν ακολουθούνται σωστά (ημ/νια λήξης κλπ).

Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί δεν αντιστέκονται με τον ίδιο τρόπο στα απολυμαντικά και στα αντιμικροβιακά φάρμακα:

  • Τα απολυμαντικά διαθέτουν ποικίλους τρόπους «επίθεσης» στους παθογόνους μικροοργανισμούς. Ουσιαστικά η μέθοδος εξολόθρευσης εξαρτάται εξολοκλήρου από τα ενεργά συστατικά και το πως αυτά είναι δομημένα.
  • Τα απολυμαντικά χρησιμοποιούνται σε επιφάνειες παρά στο ανθρώπινο σώμα.

Αυτό τους επιτρέπει να διαθέτουν περιεκτικότητες άνω της «ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης», που απαιτείται για να εξολοθρευθούν τα μικρόβια. Συνεπώς, μια ενδεχόμενη μικρή αύξηση στην αντίσταση δεν θα επέφερε ουσιαστική επίπτωση στην αποτελεσματικότητάς τους. Αντίθετα τα αντιμικροβιακά φάρμακα εισχωρούν στο σώμα και συνεπώς διαθέτουν περιορισμούς σχετικά με τη συγκέντρωση του ενεργού συστατικού, που μπορεί να εισέλθει με ασφάλεια σ’ αυτό. Για αυτό και μια αυξημένη  αντίσταση των μικροβίων επιφέρει πολύ σημαντική επίδραση στην αποτελεσματικότητα αυτού του είδους των φαρμάκων.

Σε γενικές γραμμές, όσο γίνεται σωστή χρήση καλής ποιότητας, εγγεγραμμένων απολυμαντικών δεν θα πρέπει να υπάρχει ανησυχία για ενδεχόμενη αύξηση της αντίστασης των μικροβίων σε αυτά. Μάλιστα, μπορούν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των βακτηριακών λοιμώξεων στο μέλλον, αν συνεχιστεί η ήδη υπάρχουσα αντίσταση στα αντιβιοτικά φάρμακα.