Της Αναστασίας Σπύρτου

Πολύς λόγος γίνεται, το τελευταίο χρονικό διάστημα, για τα ESG κριτήρια μιας επιχείρησης, κι όχι άδικα, αφού αποτελεί το νέο trend στο χώρο των επενδύσεων.

Η υιοθέτησή τους συνδέεται άμεσα με την επιλογή επενδυτικών τοποθετήσεων κι αναλύονται σε Περιβαλλοντικά (Environmental), Κοινωνικά (Social) κι Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance). Ουσιαστικά, αποτελούν ένα σύνολο προτύπων, που αναφέρονται στους τρεις βασικούς παράγοντες μέτρησης των ηθικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων μιας επένδυσης σε μια εταιρεία ή επιχείρηση και μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητά της να παράγει αξία μακροπρόθεσμα. Συνεπώς, σχετίζεται άμεσα και με τη βιώσιμη ανάπτυξη, που αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα κι έχει κινητοποιήσει από τις κυβερνήσεις έως την κοινωνία των πολιτών και τον οικονομικό παράγοντα, γενικότερα.

Εν ολίγοις, αποτελούν μια ταχέως ανερχόμενη τάση διεθνώς κι έναν όλο και πιο δημοφιλή τρόπο για τους επενδυτές να αξιολογούν τις εταιρείες στις οποίες θέλουν να επενδύσουν. Ενώ από την άλλη, μπορούν να αναγνωρίσουν τις εταιρείες, που πιθανώς δημιουργούν μεγαλύτερο οικονομικό ρίσκο.

Ας δούμε, αναλυτικά, σε τι αναφέρεται το κάθε κριτήριο:

Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο μια επιχείρηση ενεργεί ως διαχειριστής του φυσικού περιβάλλοντος και συνοψίζονται στο σεβασμό προς το περιβάλλον, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τις εκλύσεις CO2 και τη μόλυνση αέρα και υδάτων. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν το πως διαχειρίζεται τις σχέσεις με τους εργαζόμενους, τους προμηθευτές, τους πελάτες και τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιείται.  Ζητήματα, δηλαδή, κοινωνικού χαρακτήρα, όπως Ανθρώπινα κι Εργασιακά δικαιώματα, προστασία των καταναλωτών, δικαιώματα των ζώων, ισότητα των φύλων και άλλα. Η εταιρική διακυβέρνηση αναφέρεται στην ηγεσία της εταιρείας, την επιχειρηματικής της ηθική, τις αμοιβές των εκτελεστικών στελεχών, τις εργασιακές σχέσεις, τους εσωτερικούς ελέγχους, τη διαφάνεια, τη διαφθορά και τα δικαιώματα των μετόχων.

Ενσωματώνοντας μια εταιρεία τα παραπάνω κριτήρια στο στρατηγικό της πλάνο κι ερχόμενη σε ευθυγράμμιση με τις νέες προτεραιότητες, που θέτει πλέον η ίδια η κοινωνία, μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει. Υιοθετώντας, δε, μια ολοκληρωμένη επιχειρηματική προσέγγιση με στόχο τη δημιουργία αξίας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δημιουργεί, ταυτόχρονα, κι ένα καινοτόμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Σύμφωνα με την Grant Thorton, έναν από τους μεγαλύτερους διεθνείς επιχειρηματικούς συμβούλους, προκύπτουν έξι άμεσα οφέλη από την επιλογή μιας τέτοιας προσέγγισης. Πρώτο και κυριότερο είναι η μείωση του κόστους κι ο περιορισμός των κινδύνων, αφού οι εσωτερικές διαδικασίες γίνονται περισσότερο αποτελεσματικές, αξιοποιώντας λιγότερους πόρους κι ενέργεια. Επιπλέον, μειώνεται ο κίνδυνος κυρώσεων ή προστίμων. Δεύτερο όφελος είναι το ότι καθίσταται, πλέον, εφικτή η προσέλκυση επενδύσεων και χρηματοδότησης. Η τάση δείχνει ότι υπάρχει σημαντική μετατόπιση του ενδιαφέροντος των επενδυτών σε κοινωνικά υπεύθυνες εταιρείες, καθώς αναγνωρίζεται ότι έχουν χαμηλότερη έκθεση σε κινδύνους κι ταυτόχρονα καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.

Τρίτον, θεωρείται πως η συγκεκριμένη στρατηγική φέρνει αύξηση πωλήσεων και ικανοποιεί τους πελάτες. Αυτό, διότι οι καταναλωτές δείχνουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον τους για τον τρόπο αντιμετώπισης των εν λόγω θεμάτων από τις εταιρείες, καθιστώντας έτσι σημαντική την επικοινωνία των στρατηγικών Εταιρικής Υπευθυνότητας.

Επιπλέον, η αναπροσαρμογή της εταιρικής κουλτούρας και η διάχυσή της σε ολόκληρο τον οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα την ικανοποίηση εργαζόμενων και συνεργατών. Δημιουργούνται νέα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ της εταιρείας και των πελατών, προμηθευτών και της ευρύτερης κοινωνίας με στόχο την πιο αποτελεσματική ανταπόκριση στις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.

Ακόμη, βοηθά στη διασφάλιση της επιχειρηματικής επιτυχίας, αφού ο οργανισμός θέτει μια βιώσιμη βάση για μακροπρόθεσμη οικονομική επιτυχία, αυξάνοντας την εταιρική του φήμη. Ενώ, τέλος, σχετίζεται και με τη διάσταση της περιβαλλοντικής φροντίδας, αφού μέσα στα πολλά οφέλη, συγκαταλέγονται η μείωση του κόστους στην κατανάλωση ενέργειας κι η αναγνώριση της εταιρείας για τις φιλικές προς το περιβάλλον προσπάθειές της.

Συνοπτικά, λοιπόν, σύμφωνα με την Grant Thorton, οι επιχειρήσεις, που δεσμεύονται σε αρχές και στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης ενισχύουν:

  • Το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα
  • Την εικόνα του brand τους
  • Τις αμφίδρομα επωφελείς σχέσεις με τους συμμετόχους
  • Τη δέσμευση των εργαζομένων
  • Την αξία που παράγεται και διανέμεται σε όλους τους συμμετόχους
  • Τη νομοθετική συμμόρφωση
  • Τη διαφάνεια

Παράλληλα, περιορίζουν:

  • Τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους
  • Τα λειτουργικά κόστη
  • Τους κινδύνους, που συνδέονται με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
  • Τις αποκλίσεις τους από τη νομοθεσία σε κάθε πυλώνα Εταιρικής Υπευθυνότητας
  • Τους κινδύνους της εφοδιαστικής αλυσίδας
  • Τους κινδύνους διακυβέρνησης

 

Κλείνοντας, αν θέλαμε να προσαρμόσουμε τα ESG κριτήρια στις εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού κι υγειονομικών εφαρμογών, τότε θα λέγαμε, ενδεικτικά, ότι μια εταιρεία, που: α) χρησιμοποιεί βιολογικά προϊόντα καθαρισμού, φιλικά προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον, β) λειτουργεί υιοθετώντας πιστοποιήσεις ISO και γ) στρέφεται στη μηδενική εκπομπή άνθρακα, υιοθετώντας τις πιο αποδοτικές μεθόδους διαχείρισης ενέργειας κι ανακύκλωσης αποβλήτων, κινείται σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση.